- χοίρειος
- -α, -ο / χοίρειος, -εία, -ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. χοίρεος, -έη, -ον, Α [χοῑρος](λόγιος τ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο, χοιρινός (α. «χοίρειο κρέας» β. χοίρειος κόπρος», Αριστοτ.)αρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ χοίρειον και επικ. τ. χοίρεοντο κρέας τού χοίρου, το χοιρινό.
Dictionary of Greek. 2013.